στεφανηπλόκια

στεφανηπλόκια
στεφᾰνηπλόκ-ια, τά,
A place where wreaths are plaited or sold, AP12.8 (Strat.): sg. [full] στεφανοπλόκιον, = coronarium, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στεφανηπλόκια — place where wreaths are plaited neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκια — τά, Α [στεφανηπλόκος] τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια …   Dictionary of Greek

  • ευθυπλοκία — εὐθυπλοκία, ἡ (Α) ευθύ πλέξιμο, ομαλή ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευθυπλόκος (ευθυ * + πλόκος < πλέκω) κατά τα δολο πλόκος > δολοπλοκία, στεφανη πλόκος > στεφανηπλοκία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”